διακριτικός — piercing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικός — ή, ό (AM διακριτικός, ή, όν) [διακρίνω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει 2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος μσν. νεοελλ. όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός,… … Dictionary of Greek
διακριτικά — διακριτικός piercing neut nom/voc/acc pl διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc/acc dual διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικῶν — διακριτικός piercing fem gen pl διακριτικός piercing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικόν — διακριτικός piercing masc acc sg διακριτικός piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικαί — διακριτικός piercing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῖς — διακριτικός piercing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοί — διακριτικός piercing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῦ — διακριτικός piercing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικούς — διακριτικός piercing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)